μισανοιχτός

μισανοιχτός
και μισοανοιχτός και μισανοικτός και μισοανοικτός, -ή, -ό και μισάνοιχτος και μισάνοικτος, -η, -ο [μισανοίγω]
μισανοιγμένος («μισάνοιχτο παράθυρο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μισάνοιχτος — η, ο μισοανοιγμένος: Μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκουφος — η, ο 1. ελαφρός, ανάλαφρος 2. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή με κάτι 3. αυτός που δεν είναι καλά κλεισμένος, μισάνοιχτος, γειρτός 4. κρυφούτσικος, υπόκωφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + κούφος] …   Dictionary of Greek

  • ημιάνοικτος — η, ο μισάνοιχτος, μισοανοιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανοικτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • ημιφαής — ἡμιφαής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο φαής, πασι φαής] …   Dictionary of Greek

  • ημιχανής — ἡμιχανής, ές (Α) ανοιχτός κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χανης (< χάνος, το, «στόμα»), πρβλ. α χανής, ευρυ χανής] …   Dictionary of Greek

  • κουφωτός — ή, ό [κουφώνω] 1. κοίλος και κενός στο εσωτερικό του, κούφιος 2. (για παράθυρο) μισάνοιχτος …   Dictionary of Greek

  • μισόκλειστος — η, ο μισάνοιχτος, όχι εντελώς κλεισμένος: Από τη μισόκλειστη πόρτα έμπαινε αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”